- Επτανήσιος
- -α, -οα) ο κάτοικος τής Επτανήσουβ) αυτός που κατάγεται από την Επτάνησο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιόνιος — ο (ΑΜ ιόνιος, ία, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ιόνιο πέλαγος ή στα Ιόνια νησιά, επτανησιακός («Ιόνιος Ακαδημία») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιόνιος, η ιόνιος ο κάτοικος τών Ιόνιων νησιών ή αυτός που κατάγεται από τα Ιόνια… … Dictionary of Greek
Αδάμης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγνώστου ονόματος. Αναφέρεται ως πρόκριτος Τρικάλων. Συνετέλεσε στην κήρυξη της Επανάστασης στον Ασπροπόταμο (6 Ιουνίου 1821). Μετά την καταστολή του κινήματος στη Θεσσαλία (1823), πήγε στο Ναύπλιο. Διέθεσε μεγάλα… … Dictionary of Greek
Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης — (Λευκάδα 1824 – 1879). Πολιτικός και ποιητής. Ήταν γόνος αρματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξεκαθαριστεί), που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Παρακολούθησε… … Dictionary of Greek
Κουιρίνι — (Quirini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών από τη Βενετία της Ιταλίας (αναφέρονται και ως Κουερίνι). 1. Άντζελο Μαρία (1680 – 1755). Ιεράρχης. Δίδαξε θεολογία και εβραϊκή γλώσσα στην Πίζα. Από το 1710 έως το 1714 πραγματοποίησε πολλά ταξίδια σε… … Dictionary of Greek
Ξανθόπουλος, Στέφανος — (περ. μέσα 18ου αι. μ.Χ.). Προσωλομικός Επτανήσιος λυρικός στιχουργός. Ενώ βρισκόταν στη φυλακή (1750) κατηγορούμενος για τη δολοφονίας ενός συμπατριώτη του από την οικογένεια των Σιγούρων, έγραψε στίχους με τον τίτλο Ποιήματα θλιβερά ποιήματα… … Dictionary of Greek